λείαντρο

λείαντρο
το
λίμα, με χοντρά δόντια διαμορφωμένα στην επιφάνειά της, η οποία χρησιμοποιείται για τη λείανση ξύλινων ή μαλακών μεταλλικών τεμαχίων, κν. ράσπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω + κατάλ. -τρο (πρβλ. σήμαν-τρο, ύφαν-τρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”